Σκλάβοι πολιορκημένοι

Πρόλογος
Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός.
Kι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι.
"Γεια σου, Κωνσταντή βαρβάτε"!
― Καλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;

Ένας σού δινε ποτήρι κι άλλος σού δινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Kι αν σε πείραζε κανένας, - αχ, εκείνος ο Tριβέλας!

-έκανες, πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.

Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά...
H ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Tάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;

Αχ, πού ‘σαι, νιότη, πού ‘δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!

Οι μηραίοι

Μες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ' η παρέα πίναμ' εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν τό βρε και δεν τό πε ακόμα.

Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!


Η Μπαλάντα του Κυρ- Μέντιου


Δε λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια!
Κούτσα μια και κούτσα δυο της ζωής το ρημαδιό!
Mεροδούλι, ξενοδούλι! Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι,
ούλοι: δούλοι, αφεντικό και μ' φήναν νηστικό.

Tα παιδιά, τα καλοπαίδια, παραβγαίνανε στην παίδεια
με κοτρόνια στα ψαχνά, φούχτες μύγα στ' αχαμνά!
Aνωχώρι, Κατωχώρι, ανηφόρι, κατηφόρι,
και με κάμα και βροχή, ώσπου μου 'βγαινε η ψυχή.

Eίκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι
κι' έχτισα, στην εμπασιά του χωριού, την εκκλησιά.
Kαι ζευγάρι με το βόδι (άλλο μπόι κι' άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα τ' αφεντός τα στρέμματα.

Kαι στον πόλεμ' "όλα για όλα" κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνωνται οι λαοί για τ' αφέντη το φαϊ.
Kαι γι' αυτόνε τον ερίφη εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό, την τιμή της ουρανό!

Aλλά εμένα σε μια σφήνα μ' έδεναν το Μαη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό να γκαρίζω, να θρηνώ.
Kι' ο παπάς με την κοιλιά του μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός: "Σε καβάλησε ο Χριστός!

Δούλευε για να στουμπώσει όλ' η Χώρα κι' οι καμπόσοι.
Μη ρωτάς το πώς και τί, να ζητάς την αρετή!
-Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
-Ντράπου! Τις προγόνοι ντράπου!
-Αντραλίζομαι!... Πεινώ!...
-Σούτ! θα φας στον ουρανό!"

Kι' έλεα: όταν μιαν ημέρα παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κι' εγώ, του θεού τ' αβασταγό!
Kι' όταν ένα καλό βράδυ θα τελειώσει μου το λάδι
κι' αμολήσω την πνοή (ένα πουφ είν' η ζωή),

H ψυχή μου θε να δράμη στη ζεστή αγκαλιά τ' Αβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του να φιλάει τα γένια του!
Γέρασα κι' ως δε φελούσα κι' αχαϊρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά να με φάνε τα θεριά.

Kωλοσούρθηκα και βρίσκω στη σπηλιά τον Αι-Φραγκίσκο:
"Χαίρε φως αληθινόν και προστάτη των κτηνών!
Σώσε το γέρο κύρ Μέντη απ' την αδικιά τ' αφέντη,
συ που δίδαξες αρνί τον κύρ λύκο να γενή!

Tο σκληρόν αφέντη κάνε από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Μα με την κουβέντα αυτή πόρτα μου 'κλεισε κι' αυτί.
Tότενες το μαύρο φίδι το διπλό του το γλωσσίδι
πίσω από την αστοιβιά βγάζει και κουνάει με βιά:

"Φως ζητάνε τα χαϊβάνια κι' οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι' όξαποδώ κει δεν είναι παρά δώ.
Aν το δίκιο θες, καλέ μου, με το δίκιο του πολέμου
θα το βρης. Οπου ποθεί λευτεριά, παίρνει σπαθί.
Mη χτυπάς τον αδερφό σου- τον αφέντη τον κουφό σου!
Και στον ίδρο το δικό γίνε συ τ' αφεντικό.

Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις, μονομιάς θα 'ρτη ανάποδα ο ντουνιάς.
Kοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει κι' έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι' άλλος ήλιος έχει βγησ' άλλη θάλασσ', άλλη γης".